Τον Αύγουστο λοιπόν, υπάρχουν εκείνοι που φεύγουν για διακοπές (εξοχικό, ξενοδοχείο, δωμάτια κλπ), όπως επίσης υπάρχουν κι αυτοί που ξεμένουν στο κλεινόν άστυ –ιδίως οι μικρότερες ηλικίες. Με τον τρίτο και πιο “χορταστικό” μήνα του καλοκαιριού να είναι ελεύθερος από σχολές, σχολεία και σε πολλές περιπτώσεις δουλειά, οι λάτρεις του gaming έχουν μια σπάνια ευκαιρία να αφοσιωθούν στα αγαπημένα τους παιχνίδια, “ρεφάροντας” έτσι για τον χρόνο που δεν μπόρεσαν να βρουν από την αρχή της χρονιάς ελέω δουλειάς, διαβάσματος και λοιπών κοινωνικών υποχρεώσεων.
Θεωρητικά υπήρχαν κάποιες αποστολές που ολοκληρώνονταν χωρίς "stealthy" προσέγγιση. Ε, αυτή εδώ δεν ήταν μία απ' αυτές.
Ένα τέτοιο καλοκαίρι ήταν κι εκείνο του 1999. Πηγαίναμε ακόμα σχολείο, γυμνάσιο. Οι εποχές ήταν διαφορετικές βέβαια: όχι διακοπές μόνοι μας δεν υπήρχε περίπτωση να πάμε αλλά καλά-καλά ούτε κινητό δεν είχαμε! Με τον Αύγουστο στο έλεός μας στα προάστια της Αθήνας, παρέα με δύο καλούς φίλους, έπρεπε να βρούμε κάτι για να γεμίσουμε τις ώρες που δεν κοιμόμασταν ή δεν βρισκόμασταν στη θάλασσα. Μερικούς μήνες πριν είχε πάρει σε κάποιο περιοδικό (θαρρώ ήταν το PC master) το μάτι μου ένα review ενός παιχνιδιού στρατηγικής που στα μάτια μου έδειχνε πολλά υποσχόμενο. Ήταν το Commandos: Behind the Enemy Lines, ένα strategy που είχε αναπτύξει η ισπανική Pyro Studios και είχε εκδώσει η Eidos Interactive –η εταιρεία που τότε έβγαζε και τα Tomb Raider.
Με την πρώτη ευκαιρία επισκέφθηκα ένα μαγαζί ενός γνωστού στην παλιά μου γειτονιά, στον Πειραιά, μόνο που έφυγα από εκεί όχι με ένα αλλά με δύο παιχνίδια: από τότε που είχα διαβάσει το review μέχρι τη στιγμή που αποφάσισα να πάρω το παιχνίδι, είχε κυκλοφορήσει και το stand-alone expansion του (ποιο DLC;), το Commandos: Beyond the Call of Duty. Με την εγκατάσταση να έχει ολοκληρωθεί ομαλά (μην το γελάτε, τότε οι πιθανότητες να μη μπορεί να περαστεί ένα παιχνίδι στον σκληρό δεν ήταν και λίγες –σε τέτοιες περιπτώσεις οι dial up έπαιρναν φωτιά…), από το απόγευμα της ίδιας μέρας, επήλθε το πλέον ολοκληρωτικό “κάψιμο”: τρία άτομα μπροστά σε μία Sony CRT 17” να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στις αποστολές του Commandos.
Ακόμα θυμάμαι ορισμένες. Την “6” και τη “15” (“Menace of the Leopold” και “The End of the Butcher” αντίστοιχα) από το πρώτο Commandos και την προτελευταία, την “7” (“The Great Escape”) από το Beyond the Call of Duty. Είχαμε φτάσει, θυμάμαι, στο σημείο να σχεδιάζουμε στο χαρτί τον χάρτη της εκάστοτε αποστολής προκειμένου να χαράξουμε εκεί πρώτα τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε. Και δωσ’ του δοκιμές επί δοκιμών με το “trial and error” στα καλύτερά του. Οι στιγμές που κι οι τρεις κρατούσαμε τις ανάσες μας ελπίζοντας πως ο στρατιώτης που περνούσε δεν θα μας αντιλαμβανόταν διαδέχονταν η μία την άλλη. Οι ώρες που είχαμε “γράψει” μπροστά στην οθόνη; Αμέτρητες. Ακόμα απορώ πώς και κανείς μας μετά απ’ αυτό δεν έβαλε γυαλιά… Με έναν πολύ πρόχειρο υπολογισμό, πρέπει να φάγαμε ολόκληρο τον Αύγουστο παίζοντας κατά μέσο όρο ένα πεντάωρο τη μέρα. Κάθε μέρα. Do the math.
Ακόμα θεωρώ τα Commandos ως μία από τις κορυφαίες σειρές videogame που έχω παίξει ποτέ. Οι άλλοι δύο μπορεί να μη νιώθουν το ίδιο, προσωπικά όμως δέθηκα απίστευτα με τα παιχνίδια -την αφίσα του Beyond the Call of Duty την έχω κορνιζάρει χρόνια τώρα και κοσμεί τον τοίχο του γραφείου μου στο πατρικό μου. Εν καιρώ απόλαυσα εξίσου (αν και με πιο... φυσιολογικές ώρες gameplay) τα Commandos 2 & 3, ενώ βλέποντας το τραγικό Strike Force αρκετά χρόνια αργότερα, πείστηκα ότι η σειρά που κάποτε αγάπησα είχε πλέον πεθάνει.
Άλλο δράμα από εδώ. Θυμάμαι ότι σε πρώτη φάση έπρεπε να πάρω τον δύτη (οι υπόλοιποι ήταν σε βάρκα), να καθαρίσω το έδαφος και μετά να κάνει την απόβασή της η υπόλοιπη ομάδα...
Σκεπτόμενος το όλο σκηνικό τώρα, χρόνια μετά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στο καλό καταφέραμε να επενδύσουμε τόσες ώρες σε ένα παιχνίδι single player. Μιλάμε για έναν (1) μήνα μέσα στον οποίο τρία (3) άτομα παίζαμε ένα (1) παιχνίδι που μάλιστα –θεωρητικά- ήταν και για έναν (1) παίκτη! Κι όμως, θυμάμαι ότι είχαμε περάσει τέλεια, ακόμα κι αν για μέρες ολόκληρες παίζαμε την ίδια αποστολή από την οποία δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε με τίποτα. Και ποιο YouTube; Ποιο Twitch; Τότε δεν είχε τέτοια. Άπαξ και “κολλούσε” κανείς κάπου, τέλος, είχε κολλήσει. Αν ήταν εξωφρενικά τυχερός, θα έβρισκε κάπου κάποιον οδηγό, ένα walkthrough, ειδάλλως θα έπρεπε να πει τον πόνο του σε κάνα φόρουμ ελπίζοντας πως κάποιος θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Για να πω την αλήθεια μου, σήμερα, 16 χρόνια μετά, δεν ξέρω αν θα είχα την υπομονή και, κυρίως, τον χρόνο για να κάνω κάτι τέτοιο, όμως πολύ θα ήθελα να μου εξασφάλιζε κάποιος το δεύτερο ώστε να μπορούσα να υποβάλλω τον εαυτό μου στην ίδια δοκιμασία, να μπορούσα να δω αν θα άντεχα, αν θα είχα τα κουράγια να κάνω κάτι παρόμοιο.
Κρίνοντας από την ανυπομονησία που διακρίνω στην αφεντιά μου παίζοντας το Everybody’s Gone to the Rapture (έρχεται review, υπομονή…), δεν θα μου έδινα και πολλές πιθανότητες και αυτό με λυπεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
0 Post a Comment:
إرسال تعليق