Οι τεχνολογικές κοινωνίες έχουν δώσει μια ροπή στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Μια ροπή προς το απρόσωπο. Μια ροπή που όσο πιο κοντά νομίζουμε ότι μας φέρνει, τόσο περισσότερο μας απομακρύνει. Σε τέτοιες κοινωνίες, η επικοινωνία είναι ενυπόστατη και ανυπόστατη ταυτόχρονα. Πολλοί άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους, μα λίγοι επικοινωνούν. Η ενασχόληση με τα βιντεοπαιχνίδια είναι πια μια διέξοδος πολλών ανθρώπων για τη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων και την κάλυψη της ανάγκης για επικοινωνία. Δεν αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητά της.
Αναγνωρίζω όμως, ότι όπως παντού, έτσι κι εδώ, υπάρχει μια προβληματική.
Έχω παρατηρήσει πως κατά ένα μεγάλο ποσοστό, εκφράζουμε την αγάπη μας για τα βιντεοπαιχνίδια στους άλλους, με γνώμονα την ανταπόκριση. Στην ερώτηση «Τι παιχνίδια παίζεις;», οι συνηθέστερες απαντήσεις κυμαίνονται ανάμεσα στα πιο γνωστά, συζητημένα και προβεβλημένα παιχνίδια. Δεν είναι πως οι άνθρωποι δεν παίζουν άλλους μικρότερους και άγνωστους τίτλους. Δεν είναι πως οι τίτλοι που παραλείπουν να αναφέρουν είναι πιο προσωπικοί ή ντρέπονται για αυτούς. Ασυναίσθητα όμως, καθοδηγούμενοι υποσυνείδητα από την ανάγκη για επικοινωνία επιλέγουν να αναφέρουν παιχνίδια που στατιστικά ο συνομιλητής τους έχει πιθανότητα να γνωρίζει ή να έχει ασχοληθεί. Στατιστικά, λοιπόν, οι τίτλοι που είναι πιθανότερο κάποιος να γνωρίζει είναι αυτοί που έχουν προβληθεί, διαφημιστεί και συζητηθεί περισσότερο. Αυτό συμβαίνει διότι η εξωτερίκευση της αγάπης μας για τα βιντεοπαιχνίδια πραγματοποιείται για κάποιο σκοπό, δηλαδή την ανταπόκριση και την εύρεση κοινών στοιχείων με τον συνομιλητή, τα οποία μέσα από την επικοινωνία θα βοηθήσουν στην κοινωνικοποίηση και τη δημιουργία μιας κοινωνικής σχέσης.
Μάθαμε να αγαπάμε εμφανώς, ένα διαλεχτό μέρος το οποίο κρίνουμε ως ικανό να μας παρέχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνηθίσαμε να δείχνουμε την αγάπη μας εκεί που μετράει. Το κριτήριο για να εκφράσουμε την αγάπη μας για τα βιντεοπαιχνίδια είναι το ποσοστό ανταπόκρισης των άλλων. Ειδάλλως, είτε δεν θα εκφραστούμε καθόλου, είτε θα αναφερθούμε στους τελευταίους τίτλους με τους οποίους ασχοληθήκαμε. Οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι σαφώς σε δυσμενέστερη θέση όσον αφορά τις πιθανότητες ανταπόκρισης του συνομιλητή μας.
Γι’ αυτό, τις περισσότερες φορές, οι πιο πολλοί άνθρωποι γινόμαστε επιλεκτικοί, φτιάχνοντας μια λίστα με παιχνίδια δημοφιλή. Αυτή η λίστα δεν είναι ψεύτικη. Μιλάμε όντως για παιχνίδια με τα οποία ασχοληθήκαμε. Η επιλογή των παιχνιδιών της λίστας, όμως, δεν είναι καθόλου μα καθόλου τυχαία.
Αναμφίβολα, η πρακτική αυτή μπορεί να μας βοηθήσει. Δεν μπορώ να τοποθετηθώ απέναντί της όσο γνωρίζω ότι έχει βοηθήσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό gamers, κυρίως κοντά στην εφηβική ηλικία, να σταματήσουν να κλείνονται στον εαυτό τους, να μοιραστούν εμπειρίες, να ξεπεράσουν ενδεχομένως κάποια προβλήματα και να δημιουργήσουν ομαλά κοινωνικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή όμως δεν χαίρομαι να βλέπω την αγάπη των ανθρώπων για κάτι, να εκφράζεται τόσο στημένα και να έχει σκοποθεσία. Και αυτό, γιατί η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, αλλά αίσθημα.
Το –συν, είναι ένα συνθετικό που δηλώνει έναν δεσμό, μια σχέση, μια κατά κάποιο τρόπο εξάρτηση. Η αγάπη όσο ρομαντικό ή γλυκανάλατο και αν ακούγεται, είναι ανεξάρτητη και απροϋπόθετη. Δεν αγαπάμε επειδή μας αγαπούν, αλλά ούτε και για να μας αγαπούν. Δεν περιμένουμε, ή δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να περιμένουμε, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση. Πριν δεχτώ παράπονα για την εξωπραγματική και μη ρεαλιστική αγάπη που περιέγραψα, θέλω να φέρω ως παράδειγμα την όχι και τόσο δυσεύρετη εξιδανικευμένη, κατά τη γνώμη μου, μορφή της. Η σχέση αγάπης ενός γονιού με το παιδί του, υπό φυσιολογικές συνθήκες πάντα, στηρίζεται ακριβώς επάνω στην έννοια του «απροϋπόθετου».
الاشتراك في:
تعليقات الرسالة
(
Atom
)
0 Post a Comment:
إرسال تعليق