Το ερώτημα ακούγεται προβοκατόρικο. Αλλά είναι η ουσία της υπόθεσης επί της οποίας καλείται να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Και την έθεσε ο δικαστής Σάμιουελ Αλίτο σε έναν από τους δικηγόρους της Google την περασμένη Τρίτη σε μία προσπάθεια να καταλάβει ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις σε social media  και άλλους διαδικτυακούς οργανισμούς, αν η οικογένεια Γκονζάλες δικαιωθεί στην προσφυγή της κατά του YouTube και της μητρικής του εταιρείας. Ας θυμηθούμε λοιπόν ποια είναι η συγκεκριμένη υπόθεση, που βάζει στο στόχαστρο τις 26 λέξεις που δημιούργησαν το ίντερνετ (Άρθρο 230 του νόμου περί Ευπρέπειας των Επικοινωνιών), για να δούμε στη συνέχεια γιατί θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τον κόσμου του Διαδικτύου όπως τον ξέρουμε.

Η δολοφονία της Νοέμι Γκονζάλες

Στις 13 Νοεμβρίου του 2015 ο σκοταδισμός χτύπησε την Πόλη του Φωτός. Το ISIS είχε αποφασίσει να αιματοκυλήσει το Παρίσι. Οι «μαχητές» του δολοφόνησαν 130 ανθρώπους, 90 εκ των οποίων στο Bataclan και τους υπόλοιπους εισβάλλοντας σε εστιατόρια και μπαρ και πυροβολώντας αδιακρίτως. Η Αμερικανίδα Νοέμι Γκονζάλες ήταν εκείνο το βράδυ στο μπαρ Le Carillon και έπεσε νεκρή από από τα πυρά. Ήταν μόλις 23 ετών. Οι δολοφόνοι του Ισλαμικού Κράτους δεν είχαν μεγαλώσει σε κάποιο θεοκρατικό κράτος, αλλά στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Κι όμως. Το Ισλαμικό Κράτος κατάφερε να τους κάνει πλύση εγκεφάλου, να τους στρατολογήσει και να τους πείσει να σκορπίσουν τον θάνατο. Πώς; Μεταξύ άλλων με προπαγανδιστικά βίντεο στο YouTube.

H οικογένεια Γκονζάλες υποστηρίζει ότι οι αλγόριθμοι του YouTube προωθούσαν τα σκοταδιστικά, ακραία βίντεο και είναι υπεύθυνοι για τη ριζοσπαστικοποίηση νέων και τη στρατολόγησή τους στο ISIS και κατά συνέπεια πρέπει η μητρική Google  να διωχθεί για ακόυσια συνέργεια στη δολοφονία της κόρης τους. Η Google από την πλευρά της υποστηρίζει πως δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για το περιεχόμενο που ανεβάζουν χρήστες της πλατφόρμας της, στηρίζοντας την επιχειρηματολογία της στο άρθρο 230 που ορίζει πως «κανένας πάροχος ή χρήστης μιας οποιασδήποτε διαδραστικής υπηρεσίας υπολογιστών δεν θα αντιμετωπίζεται ως εκδότης ή ως εκφραστής μιας πληροφορίας, που παρέχεται από έναν άλλο πάροχο περιεχομένου».

Η ασπίδα του άρθρου 230

Η ερώτηση του δικαστή Αλίτο προσπάθησε να διερευνήσει τι θα μπορούσε πραγματικά να συμβεί σε έναν κόσμο όπου το Δικαστήριο αποσύρει μια «ασπίδα» 27 ετών, επιτρέποντας στις τεχνολογικές πλατφόρμες να μηνύονται για τον τρόπο φιλοξενίας και προβολής βίντεο, αναρτήσεων και άλλου περιεχομένου που δημιουργείται από χρήστες. Η υπόθεση της Google, καθώς και μια σχετική υπόθεση που υποστηρίχθηκε την επόμενη μέρα που αφορούσε το Twitter, θεωρούνται κομβικής σημασίας επειδή το αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει συνέπειες για ιστοσελίδες μεγάλες και μικρές.

Η δικαστική διαμάχη θα μπορούσε να έχει τεράστιες συνέπειες για τα πάντα, από κριτικές διαδικτυακών εστιατορίων μέχρι likes και retweets έως την κωδικοποίηση νέων εφαρμογών.

Αν και οι δικαστές αυτή την εβδομάδα φάνηκαν γενικά διστακτικοί στο να ανατρέψουν ή να περιορίσουν σημαντικά αυτές τις νομικές προστασίες, παραμένει το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να περιορίσει την ασυλία για ιστοτόπους με τρόπους που θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν αυτό που βλέπουν οι χρήστες στις εφαρμογές και τα προγράμματα περιήγησής τους — ή για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της Google «να φέρουν τα πάνω – κάτω στο Διαδίκτυο».

26 λέξεις από μία άλλη εποχή

Όταν οι 26 λέξεις του άρθρου 230 ψηφίστηκαν το 1996, ο κόσμος του Διαδικτύου ήταν ακόμη στο πρώιμο στάδιό του. Οι νομοθέτες είχαν μπροστά τους μία τεχνολογική επανάσταση, την οποία ήθελαν να αφήσουν απρόσκοπτα να αναπτυχθεί, χωρίς να κινδυνεύει από ένα τσουνάμι αγωγών που θα την κατέπνιγε στο ξεκίνημά της. Έκτοτε αρκετέ εταιρείες έχουν καταφύγει στο άρθρο αυτό, υποστηρίζοντας, συνήθως με επιτυχία, ότι δεν ευθύνονται για το περιεχόμενο που δημιουργούν οι χρήστες τους.

Καθώς όμως οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν εισβάλει σε κάθε πτυχή της ζωής μας και αποτελούν βασικό εργαλείο ακόμη και για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, θα πρέπει να μείνουν ως έχουν οι 26 λέξεις; Θα πρέπει ίσως να  αλλάξει η ερμηνεία τους;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Και στα δύο κόμματα υπάρχουν υποστηρικτές και επικριτές του άρθρου 230. Αν μείνουμε στους δεύτερους θα δούμε τους Δημοκρατικούς να επικριτές να λένε ότι γίνεται κατάχρηση του Άρθρου από τις διαδικτυακές πλατφόρμες, προκειμένου να μην χρειάζεται να βάλουν φρένο στη ρητορική μίσους ή τα fake news. Και θα ακούσουμε τους Ρεπουμπλικάνους να λένε ότι το άρθρο 230 πρέπει να καταργηθεί γιατί επιτρέπει τις επιθέσεις κατά της Δεξιάς.

Για τους σκεπτικιστές και τους επικριτές των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, η δυνατότητα για περισσότερες αγωγές θα συνεπαγόταν περισσότερες ευκαιρίες για να λογοδοτήσουν οι εταιρείες τεχνολογίας.

Αλλά τι θα γίνει εάν τις καταργήσουμε;

Αλλά τα πράγματα δύσκολα θα σταματούσαν εκεί. Θα μπορούσε να ανοίξει ένας ασκός του Αιόλου και να δούμε ξαφνικά χιλιάδες μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση, για διακρίσεις, για ψυχική οδύνη, ακόμη και για αντιμονοπωλιακές ενέργειες, όπως είπε ο δικαστής Τζον Ρόμπερτς. Η παρατήρησή του υπογραμμίζει τον τεράστιο ρόλο που έχει παίξει το Άρθρο 230 στο να μη φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες πολλές διαδικτυακές διαμάχες. Ωστόσο υπάρχει και η πλευρά που διατείνεται ότι μία τεράστια βιομηχανία, όπως αυτή των social media, δεν μπορεί να προστατεύεται για πάντα από τα δικαστήρια. Κάθε άλλος κλάδος πρέπει να εσωτερικεύσει το κόστος της συμπεριφοράς του. Γιατί ο κλάδος τεχνολογίας πρέπει να έχει συγχωροχάρτι;

Το πώς ακριβώς μπορεί να αλλάξει το Διαδίκτυο εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφανθεί κατά της Google και ευρύτερα της βιομηχανίας τεχνολογίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι θα αναφέρει στο σκεπτικό του, αν θα επιλέξει να δει στενά την υπόθεση Γκονζάλες ή όχι. Ωστόσο, γενικά, η έκθεση των διαδικτυακών πλατφορμών σε μεγαλύτερη ευθύνη θα ωθούσε τις ιστοσελίδες να λάβουν μέτρα για να αποφύγουν αγωγές και μηνύσεις.

Μια επιλογή θα ήταν η προληπτική κατάργηση οποιουδήποτε μέρους ή και όλου του περιεχομένου που οποιοσδήποτε και οπουδήποτε, θα θεωρούσε «αμφιλεγόμενο», όσο ασήμαντο και εάν ήταν αυτό. Θα κινδυνεύαμε λοιπόν με μία δρακόντεια λογοκρισία που συναντάμε μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα.

Μια άλλη επιλογή θα ήταν να σταματήσουν εντελώς την εποπτεία περιεχομένου, προκειμένου να αποφεύγουν τον ισχυρισμό ότι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν πως απαράδεκτο υλικό (το οποίο θα μπορούσε να υποκινήσει σε βία, τρομοκρατία κτλ) ρισκόταν στην πλατφόρμα του. Η μη εποπτεία, και επομένως η μη γνώση για συκοφαντικό περιεχόμενο, ήταν αρκετή για να θωρακίσει την ηλεκτρονική πύλη CompuServe από την ευθύνη σε μια σημαντική υπόθεση του 1991 που βοήθησε στη δημιουργία του άρθρου 230.

Ο τεράστιος όγκος των αγωγών θα μπορούσε να συντρίψει τους ιδιοκτήτες ιστότοπων ή τους χρήστες του Διαδικτύου που δεν έχουν την πολυτέλεια να μάχονται δικαστικά σε πολλαπλά μέτωπα. Θα επηρεάζονταν ακόμη και τα προσωπικά ιστολόγια με ενότητες σχολίων ή οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, που φιλοξενούν κριτικές προϊόντων.