Τη μετατροπή του περιγραφόμενου δυστοπικού μέλλοντος σε παρόν ζουν ήδη εκατομμύρια πολίτες στην Κίνα. Σκηνές από το προφητικό και εμβληματικό «1984» του Τζορτζ Όργουελ, υπό το άγρυπνο βλέμμα του «Μεγάλου Αδελφού» μοιάζουν να ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου και να γίνονται σκηνικά της καθημερινής ζωής. Της πραγματικής. Όχι των χάρτινων ηρώων, όπως ο Γουίνστον Σμιθ -γέννημα της φαντασίας του συγγραφέα- και όχι με φόντο την Ωκεανία - σκηνικό που επίσης φαντάστηκε και περιέγραψε ανατριχιαστικά ο Όργουελ. Αλλά πραγματικών ανθρώπων, αληθινών, όπως όλοι μας. Και με φόντο τη σημερινή Κίνα.
Στην πόλη Τσενγκζού, αστυνομικός που φορά γυαλιά με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων εντοπίζει έναν έμπορο ναρκωτικών σε σιδηροδρομικό σταθμό.
Στην πόλη Κινγκντάο, κάμερες με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης βοηθούν την αστυνομία να εντοπίσει δεκάδες υπόπτους μέσα στο πολύβουο ετήσιο φεστιβάλ μπίρας.
Στην πόλη Γουχού, φυγάς ύποπτος για φόνο αναγνωρίζεται από κάμερα καθώς αγοράζει φαγητό από έναν πλανόδιο πωλητή.
Με εκατομμύρια κάμερες και δισεκατομμύρια στοιχεία, η Κίνα χτίζει μεθοδικά ένα απολυταρχικό και υπερ-εξελιγμένο τεχνολογικά μέλλον. Το Πεκίνο υιοθετεί τεχνολογίες όπως αυτή της αναγνώρισης προσώπων και της τεχνητής νοημοσύνης για να αναγνωρίζει και να εντοπίζει 1,4 δισεκατομμύριο πολίτες. Στόχος είναι να διαμορφωθεί ένα τεράστιο και πρωτοφανές εθνικό σύστημα παρακολούθησης, το οποίο θα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην -ανθούσα- βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας της χώρας.
«Στο παρελθόν στηριζόμαστε στο ένστικτο» δηλώνει ο Shan Jun, υποδιοικητής της αστυνομίας στον σιδηροδρομικό σταθμό της Τσενγκζού, όπου συν ελήφθη ο έμπορος ηρωίνης. «Αν σου ξέφευγε κάτι, είχε ξεφύγει και τέλος».
Τώρα η Κίνα ανατρέπει, κατά κάποιον τρόπο, το «κοινό όραμα» της τεχνολογίας ως αρωγού της δημοκρατίας, που προσφέρει στους ανθρώπους μεγαλύτερη ελευθερία και τους συνδέει με τον κόσμο. Στην Κίνα, η τεχνολογία φέρνει ακόμα περισσότερο έλεγχο.
Σε κάποιες πόλεις, κάμερες «σκανάρουν» σιδηροδρομικούς σταθμούς για καταζητούμενους. Γιγαντοοθόνες προβάλουν τα πρόσωπα μικροπαραβατών και λίστες ονομάτων ανθρώπων που δεν είναι συνεπείς στην πληρωμή των χρεών τους. Συσκευές αναγνώρισης προσώπων σκανάρουν τις εισόδους κτηριακών συγκροτημάτων. Για την παρακολούθηση των πολιτών της, η Κίνα χρησιμοποιεί ήδη 200 εκατομμύρια κάμερες- τετραπλάσιες από ό,τι οι ΗΠΑ. Κι όλο αυτό λειτουργεί από κοινού με άλλα συστήματα που καταγράφουν τη χρήση του διαδικτύου και των επικοινωνιών, τη διαμονή σε ξενοδοχεία, μετακινήσεις με τρένα και αεροπλάνα και ακόμα και με αυτοκίνητο.
Αυτό που επιχειρεί να κάνει ο «κινεζικός δράκος», και μάλιστα, σύμφωνα με δημοσίευμα του iflscience.com, με ορίζοντα μόλις το 2020. Να λανσάρει, δηλαδή, ένα σύστημα «κοινωνικής αξιολόγησης», που θα «βαθμολογεί» τους πολίτες, και μάλιστα κάποιες φορές και σε πραγματικό χρόνο.
Το σύστημα παρακολουθεί, εντοπίζει και ταξινομεί τους Κινέζους πολίτες με βάση συνδυασμό παραγόντων που διαμορφώνουν το ατομικό «σκορ» του καθενός. Το σκορ αυτό κρίνει στη συνέχεια την αντιμετώπιση αυτού του ατόμου, αν, για παράδειγμα, θα του χορηγηθεί VIP πρόσβαση σε κάποιους χώρους ή αν αντίθετα το χαμηλό σκορ θα τον στείλει στη «μαύρη λίστα». Αυτή, που τον αποκλείει από τους κυβερνητικούς πόρους, την πρόσβαση στο σχολείο ή τη μετακίνηση.
Το σύστημα ταξινόμησης των πολιτών βασίζεται στη θεωρία πως όποιος είναι μία φορά αναξιόπιστος, πρέπει πάντα να βρίσκεται υπό περιορισμό. Όπως αναφέρουν κυβερνητικά έγγραφα, το επιχείρημα των αρχών είναι πως το σύστημα αυτό θα χτίσει μία «αρμονική σοσιαλιστική κοινωνία».
Σύμφωνα με το Channel News Asia, σε περισσότερους από εννέα εκατομμύρια πολίτες απαγορεύτηκε να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια και σε ακόμα τρία εκατομμύρια πολίτες απαγορεύτηκε να αγοράσουν εισιτήρια business class, από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται πιλοτικά και υποχρεωτικά τέτοια προγράμματα, το 2014.
Όλη μέρα, κάθε μέρα, κάθε κίνηση του ατόμου θα παρακολουθείται, θα καταγράφεται και θα αξιολογείται με τη χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης για την αναγνώριση του εκάστοτε προσώπου και τη διασταύρωση των κυβερνητικών αρχείων του- μεταξύ αυτών ιατρικά, οικονομικά και νομικά στοιχεία. Το λογισμικό συνδυάζει τους αριθμούς διαμορφώνοντας το «κοινωνικό σκορ», που έχει όριο το 800.
Το σκορ ανεβαίνει όταν υπάρχουν «θετικές ενέργειες», όπως η συνεπής πληρωμή των λογαριασμών, η συμμετοχή σε κοινωφελείς σκοπούς, η ανακύκλωση και η συμμόρφωση με τους κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας. Τα καλά «σκορ» δίνουν στους πολίτες πρόσβαση σε «δωράκια» όπως πιο οικονομική χρήση των μέσων μεταφοράς και μικρότερους χρόνους αναμονής στις νοσοκομειακές υπηρεσίες.
Αν όμως κάποιος κάνει κάτι «λάθος», μπορεί η ζωή του να γίνει σημαντικά πιο δύσκολη. Σύμφωνα με επίσημη κινεζική πηγή, που επικαλείται το δημοσίευμα, το σλόγκαν του προγράμματος είναι να επιτρέπει στους αξιόπιστους να κινούνται ελεύθερα παντού και την ίδια ώρα να κάνει δύσκολο ακόμα και το πιο απλό βήμα για όσους έχουν «αποκλίνουσα» συμπεριφορά, κατά την κυβέρνηση. Για τους τελευταίους εικάζεται πως προβλέπονται «τιμωρίες», όπως πρόστιμα, περιορισμένη πρόσβαση στο σχολείο, πρόσβαση μετ’ εμποδίων στο διαδίκτυο, ακόμα και λιγότερες ευκαιρίες εργασίας.
Κάποιοι, καταλήγει το δημοσίευμα, υποστηρίζουν πως το σύστημα ταξινόμησης είναι ένας τρόπος να διασφαλίζεται πως οι πολίτες θα επιδεικνύουν πάντα την καλύτερη συμπεριφορά. Άλλοι τονίζουν πως είναι ένα βήμα πέρα κι από την παρακολούθηση των πολιτών, που έχει στόχο να ελέγχει και να τους επηρεάζει, σε ένα παιχνίδι «αλγοριθμικής διακυβέρνησης».
Σε κάθε περίπτωση, η φιλοδοξία της Κίνας είναι μεγαλύτερη από τις δυνατότητές της. Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό ή σε κάποια διάβαση μπορεί να μην υπάρχει σε κάποια άλλη πόλη- ή ακόμα και στον επόμενο σταθμό. Γραφειοκρατικές ανεπάρκειες εμποδίζουν τη δημιουργία εθνικού δικτύου- μέχρι στιγμής.
Για το κυβερνών κόμμα όμως, αυτό δεν είναι και τόσο πρόβλημα. Άλλωστε οι κινεζικές αρχές δεν κρύβουν τις προσπάθειές τους κι αντίθετα επιδεικνύουν τις δυνατότητές τους. Άλλωστε, ακόμα και η πεποίθηση πως είναι πιθανό κάποιος να παρακολουθείται μπορεί να κάνει το πλήθος να παραμείνει συντεταγμένο στους κανόνες.
Σε κάποια μέρη, τα πράγματα έχουν προχωρήσει, όπως στη δύση, με τη χρήση λογισμικό παρακολούθησης που εντοπίζει μέλη της μειονότητας των μουσουλμάνων Ουιγούρων και χαρτογραφεί τις σχέσεις τους με την οικογένειά και τους φίλους τους.
Το «βάρος» της ντροπής
Η περίφημη διασταύρωση στα νότια της γέφυρας Changhong στην πόλη Xiangyang ήταν ένα σημείο εφιάλτης. Τα αυτοκίνητα τη διέσχιζαν με ταχύτητα και απρόσεκτοι πεζοί, ή πεζοί που δεν τους πολυαπασχολούσε ο ΚΟΚ, εκτοξεύονταν ξαφνικά στον δρόμο επιτείνοντας την εικόνα χάους.
Το περασμένο καλοκαίρι, η αστυνομία τοποθέτησε κάμερες με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων και μία γιγαντοοθόνη. Οι φωτογραφίες εκείνον που παραβίαζαν τον νόμο προβάλλονταν μαζί με τα ονόματά τους και τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Αρχικά, οι «παραβάτες» ήταν ενθουσιασμένοι που έβλεπαν τα πρόσωπά τους στη γιγαντοοθόνη. Μέχρι που το κράτος τους ενημέρωσε πως η προβολή δεν ήταν επιβράβευση αλλά τιμωρία.
«Αν σε ‘συλλάβει’ το σύστημα κι εσύ δεν το καταλάβεις και δεν το δεις, θα σε δουν οι γείτονες και οι συνάδελφοί σου και θα σε σχολιάσουν αρνητικά. Αυτό είναι πολύ ντροπιαστικό για πολλούς» επισημαίνει εκπρόσωπος των αρχών στους New York Times.
Το νέο σύστημα παρακολούθησης της Κίνας βασίζεται σε μία παλιά ιδέα. Μόνο η ισχυρή διακυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει την τάξη σε μία χώρα σε αναταραχή. Ο Μάο Τσετούνγκ, αναφέρει το δημοσίευμα της εφημερίδας, έφτασε τη φιλοσοφία αυτή στα άκρα, με τον λιμό και την Πολιτιστική Επανάσταση.
Οι διάδοχοί του ήθελαν επίσης την επιβολή της τάξης αλλά φοβούνταν τις συνέπειες του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι διαμόρφωσαν μια νέα θεωρία στον κινεζικό λαό, όπου η πολιτική αδυναμία «ισοσκελιζόταν» με το να αφήνουν τους πολίτες ήσυχους και να τους επιτρέπεται να πλουτίσουν. Το νέο άτυπο «κοινωνικό συμβόλαιο», αν μπορεί με έναν τρόπο να χαρακτηριστεί έτσι, λειτούργησε. Η λογοκρισία και οι δυνάμεις της αστυνομίας παρέμειναν ισχυρές, αλλά ο κινεζικός λαός είχε μεγαλύτερη ελευθερία. Η νέα τάση συνέβαλε στις δεκαετίες εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα, οι όροι αυτής της άγραφης συμφωνίας φαίνεται να παραβιάζονται και η ίδια να καταρρέει.
Η οικονομία της χώρας δεν αναπτύσσεται πια με τον ίδιο ρυθμό και το χάσμα πλούσιων-φτωχών ολοένα και βαθαίνει. Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες υψηλών μισθών και βελτιωμένων συνθηκών ζωής, οι πολίτες έχουν υψηλότερες προσδοκίες.
Από την πλευρά του, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ κινείται στην κατεύθυνση της εδραίωσης της εξουσίας του. Αλλαγές στην κινεζική νομοθεσία σημαίνουν πως μπορεί να παραμείνει στα ηνία της χώρας περισσότερο από κάθε άλλο ηγέτη μετά τον Μάο. Ταυτόχρονα προωθεί μεγάλη επιχείρηση κατά της διαφθοράς, που μπορεί να του δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.
Για να υποστηρίξει την προσπάθειά του αυτή, σημειώνουν οι NYT, στράφηκε στις πεποιθήσεις της εποχής του Μάο για τη σημασία της κουλτούρας της προσωπικότητας και τον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην καθημερινή ζωή. Η τεχνολογία του δίνει τη δυνατότητα να το κάνει.
«Η μεταρρύθμιση και το ‘άνοιγμα’ αυτό έχουν ήδη αποτύχει αλλά κανείς δεν τολμά να το πει» σχολιάζει ο Κινέζος ιστορικός Zhang Lifan, αναφερόμενος στο διάστημα των 40 ετών μετά τον Μάο. «Το σύγχρονο σύστημα έχει δημιουργήσει σοβαρούς κοινωνικούς και οικονομικούς διαχωρισμούς. Και τώρα οι κυβερνώντες χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογούμενους για να παρακολουθούν τους φορολογούμενους…»
Ο Σι έχει επιχειρήσει να προχωρήσει σε σημαντική αναβάθμιση του συστήματος παρακολούθησης της Κίνας. Η χώρα του έχει γίνει η μεγαλύτερη αγορά του κόσμου σε υπηρεσίες ασφαλείας και τεχνολογίες παρακολουθήσεων. Οι αναλυτές εκτιμούν πως έως το 2020, στη χώρα θα έχουν τοποθετηθεί 300 εκατομμύρια κάμερες. Στην Κίνα θα αναλογούν τα τρία τέταρτα όλων των σέρβερ, που σχεδιάζονται να σκανάρουν οπτικό υλικό αναγνωρίζοντας πρόσωπα, προβλέπει η ερευνητική εταιρεία IHS Markit. Και η αστυνομία της χώρας θα δαπανήσει επιπλέον 30 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα χρόνια για να κατασκοπεύει τους πολίτες της, σύμφωνα με ειδικό, που επικαλούνται κινεζικά μέσα ενημέρωσης.
Η κυβέρνηση επενδύει στην έρευνα και την ανάπτυξη τεχνολογιών που αναγνωρίζουν πρόσωπα, ρούχα, ακόμα και το βάδισμα ενός ανθρώπου. Πειραματικές συσκευές, όπως τα γυαλιά με την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων, έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους.
Μέχρι στιγμής, οι Κινέζοι πολίτες δείχνουν να μην ενδιαφέρονται και πολύ- αν και είναι δύσκολο κανείς να πει με βεβαιότητα τι συμβαίνει σε μία χώρα όπου τα ΜΜΕ ελέγχονται από την κυβέρνηση. Η ασταθής ενίσχυση της νομοθεσίας για ένα σωρό πράγματα, από την υπέρβαση ταχύτητας μέχρι την επίθεση, έχει ως αποτέλεσμα το μακρύ χέρι του κινεζικού κράτους να μοιάζει απομακρυσμένο από την καθημερινή ζωή. Έτσι, πολλοί επικροτούν τις νέες προσπάθειες επιβολής του νόμου και της τάξης. «Είναι μία από τις μεγαλύτερες διασταυρώσεις της πόλης» λέει ο Wang Fukang, φοιτητής που προσφέρθηκε να εργαστεί εθελοντικά στη διασταύρωση – εφιάλτη Xiangyang. «Είναι σημαντικό να υπάρχει τάξη και ασφάλεια».
Η οικονομία της παρακολούθησης
Πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις επιμένουν οι εργαζόμενοί τους να χρησιμοποιούν την τεχνολογία τους. Στη Σαγκάη, η εταιρεία Yitu το έφτασε στα άκρα. Στους χώρους της υπάρχουν κάμερες που ανιχνεύουν πρόσωπα. Από το γραφείο τους ως τον χώρο που κάνουν διάλειμμα και τελικά την έξοδό τους, οι διαδρομές των υπαλλήλων καταγράφονται σε μία οθόνη με διακεκομμένες γραμμές. Το μόνιτορ αυτό δείχνει καθημερινά, όλες τις μέρες, ακριβώς πού πήγαν μέσα στην εταιρεία.
Και καθώς η κατασκοπεία ανθεί και η Κίνα επενδύει στην παρακολούθηση, νέα γενιά start-ups έκανε την εμφάνισή της για να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Κινεζικές εταιρείες αναπτύσσουν ανταγωνιστικές διεθνώς εφαρμογές για την αναγνώριση προσώπου και φωνής και όλη η ανάπτυξη του κλάδου βοηθά στη φιλοδοξία της κυβέρνησης για το «άγρυπνο μάτι» της.
Τον Μάιο, η εταιρεία SenseTime συγκέντρωσε από επενδύσεις 620 εκατομμύρια δολάρια. Η Yitu προσέλκυσε κεφάλαια ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων και η Megvii επενδύσεις ύψους 460 εκατομμυρίων δολαρίων.
Εκτός από το κράτος, ιδιωτικές εταιρείες φαίνεται να έχουν πολλές προοπτικές στην κατασκευή του συστήματος παρακολούθησης. Η αγορά δημόσιας ασφάλειας αποτιμάται στα 80 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με περσινά στοιχεία, φέτος μπορεί να είναι ακόμα υψηλότερο το ποσό καθώς η χώρα ενισχύει τις δυνατότητές της.
Πολλές από τις εταιρείες αυτές παρέχουν ήδη πληροφορίες στην κυβέρνηση. Μία από αυτές διαθέτει συστήματα παρακολούθησης σε πάνω από 20 αεροδρόμια και σιδηροδρομικούς σταθμούς, λογισμικό που έχει βοηθήσει στη σύλληψη 1000 εγκληματιών. Η εταιρεία Eyecool δίνει καθημερινά δύο εκατομμύρια εικόνες προσώπων στη βάση δεδομένων της αστυνομίας, που ονομάζεται Skynet.
Σε κτίριο κατοικιών στην πόλη Σιναγιάνγκ, το σύστημα αναγνώρισης προσώπων συνέβαλε στην εξάλειψη των φαινομένων κλοπών ποδηλάτων, σύμφωνα με εκπροσώπους του Κόμματος.
Μέσα στο «Πανοπτικόν»
Το πιο ενδιαφέρον είναι πως, για να είναι αποτελεσματική όλη αυτή η τεχνολογία, δεν χρειάζεται πραγματικά να λειτουργεί. Για παράδειγμα, τα γυαλιά με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων, που η κινεζική αστυνομία επέδειξε για τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης, παραλείποντας τη διευκρίνιση πως για να λειτουργήσουν χρειάζεται ο «στόχος» να μένει ακίνητος για αρκετά δευτερόλεπτα. Στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται κυρίως για τον έλεγχο ταξιδιωτών με πλαστά έγγραφα.
Η βάση δεδομένων με τα άτομα που αναζητούνται -μεταξύ άλλων ύποπτοι για τρομοκρατία, εγκληματίες, έμποροι ναρκωτικών, πολιτικοί ακτιβιστές και άλλοι- περιέχει 20 με 30 εκατομμύρια ανθρώπους! Ο όγκος των πληροφοριών είναι πολύ μεγάλος για να μπορέσει να αξιοποιηθεί από τα εν λόγω γυαλιά.
Και παρότι πολλές πτυχές του συστήματος παραμένουν μάλλον απαρχαιωμένες, οι κινεζικές αρχές μεγεθύνουν την κλίμακά τους για να πείσουν τους πολίτες πως το υπερ- σύστημα ασφαλείας είναι ήδη έτοιμο. Στην κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιούνται και δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία πολλές συλλήψεις κακοποιών έχουν γίνει χάρη στην τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων σε συναυλίες του pop star Jackie Cheung.
«Το σημαντικό είναι πως οι άνθρωποι δεν ξέρουν εάν παρακολουθούνται και η αβεβαιότητα αυτή τους κάνει πιο υπάκουους» σχολιάζει ο Martin Chorzempa από το Peterson Institute.
Κατά τον ίδιο, η προσέγγιση της Κίνας θυμίζει το «πανοπτικόν», που είχε παρουσιάσει ο Άγγλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785. Ο «επιτηρούμενος» ακολουθεί τους κανόνες ακριβώς επειδή δεν ξέρει εάν παρακολουθείται ή όχι.
Το «Πανοπιτκόν» είναι ένα κυλινδρικό οικοδόμημα, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται τα κελιά των επιτηρούμενων -μπορεί να είναι ασθενείς, εργάτες, μαθητές, οποιοσδήποτε- ενώ στο κέντρο του βρίσκεται ο πύργος των επιτηρητών, ο οποίος διαθέτει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς τα κελιά. Τα κελιά έχουν δύο παράθυρα, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό. Το εσωτερικό αντιστοιχεί σε ένα από τα παράθυρα του πύργου ενώ το εξωτερικό αφήνει το φως να διαπεράσει το κελί. Παράλληλα, ο κεντρικός πύργος ελέγχου διαθέτει, πέρα από τα σκίαστρα στα παράθυρα, και διαχωριστικά στο εσωτερικό του, με αποτέλεσμα να μην φαίνεται να υπάρχει ή όχι επιτηρητής. Έτσι, το κελί διακρίνεται από πλήρη διαφάνεια ενώ ο πύργος ελέγχου από πλήρη συσκότιση. Ο επιτηρούμενος δε γνωρίζει πότε επιτηρείται. Είναι λοιπόν πάντα «…αντικείμενο μιας πληροφόρησης αλλά ποτέ υποκείμενο μιας επικοινωνίας», όπως σημειώνει ο Μισέλ Φουκώ. http://telecomsnews.gr/
0 Post a Comment:
Δημοσίευση σχολίου