Τον περασμένο Απρίλιο, ο κοινωνικός ψυχολόγος Jonathan Haidt δημοσίευσε στο περιοδικό «Atlantic» ένα άρθρο στο οποίο προσπαθούσε να εξηγήσει «γιατί τα τελευταία 10 χρόνια η αμερικανική ζωή έγινε πιο ηλίθια από ποτέ». Η απάντηση του Haidt είναι ότι φταίνε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν και παραδέχεται ότι η ιδεολογικοπολιτική πόλωση και η εχθρότητα ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες προϋπήρχαν του Twitter και των συναφών δικτύων, πιστεύει ότι τα εργαλεία του virality −τα Like και τα Share του Facebook, η λειτουργία Retweet του Twitter− διέβρωσαν αλγοριθμικά και αμετάκλητα τη δημόσια ζωή. Από το 2010, όταν αυτές οι λειτουργίες έγιναν ευρέως διαθέσιμες στα smartphones, o κόσμος μας άρχισε να γίνεται ακόμα πιο ηλίθιος.
Στη δεκαετία του 2010, το Twitter, αν και δεν σκότωσε κανέναν με σφαίρες, έγινε φορέας δημόσιου ντροπιάσματος και τιμωρίας των μεν, παράλληλης εξύμνησης των δε. Μερικοί άνθρωποι καταβαραθρώνονται, άλλοι αναδεικνύονται σε πρότυπα αρετής, γκλάμουρ ή πολιτικής ορθότητας. Καθώς τα social media είναι περισσότερο βέλος παρά σφαίρα −προκαλούν πόνο αλλά όχι θάνατο− από το 2009 μέχρι το 2012, το Facebook και το Twitter διέθεσαν περίπου ένα δισεκατομμύριο βέλη παγκοσμίως: έκτοτε, ρίχνουμε βέλη ο ένας στον άλλον. Η δεξιά επιδίδεται στη διακίνηση συνωμοσιολογίας και παραπληροφόρησης∙ η αριστερά έχει γίνει ο παγκόσμιος τιμωρός. Η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διέλυσε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς που συγκρατούσαν μεγάλες και ποικιλόμορφες κοσμικές δημοκρατίες: σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, στον ψηφιακό κόσμο που έχει τους δικούς του κανόνες ή που δεν έχει καθόλου κανόνες.
Η κύρια ανησυχία του Jonathan Haidt είναι ότι η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μάς έχει καταστήσει ιδιαίτερα ευάλωτους στην πλάνη επιβεβαίωσης, δηλαδή στην τάση να βρίσκουμε πληροφορίες που ενισχύουν τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Αν και πάντοτε παίζει σημαντικό ρόλο η προσωπικότητα του κάθε χρήστη, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκαλούν στους ανθρώπους περισσότερο θυμό και συναισθηματική φόρτιση. Τίθενται μια σειρά ερωτήματα χωρίς εύκολες απαντήσεις: Δημιουργούν τα social media θαλάμους πολιτικής ηχούς; Αυξάνουν τη βία; Επιτρέπουν σε ξένες κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στην πολιτική άλλων χωρών επιδεινώνοντας τις δυσλειτουργίες της; Αν και οι γνώμες των ειδικών διχάζονται, είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα διαδικτυακά φόρουμ ενισχύουν την κομματική πολιτική σκέψη, σκληραίνουν τις προϋπάρχουσες πολιτικές προτιμήσεις, αλλά, ταυτοχρόνως επηρεάζουν και παρασύρουν κατά κάποιον τρόπο τους χρήστες στην υιοθέτηση διαφόρων ιδεών. Μαζί με την πλάνη της επιβεβαίωσης εντείνεται το αγελαίο πνεύμα, το groupthink. Παραλλήλως, όπως έχουν διαπιστώσει οι ερευνητές, δεν λείπουν ποτέ οι άνθρωποι που αντιστέκονται σε όλες τις παρενέργειες και που δεν επηρεάζονται ούτε από την πολιτική ηχώ, ούτε από το τρολάρισμα.
Στις ΗΠΑ το πρόβλημα της παραπληροφόρησης είναι σοβαρότερο από ό,τι στην Ευρώπη: άνθρωποι με χαμηλή μόρφωση και πολλές προκαταλήψεις τείνουν να ανθολογούν από τα social media τις πιο εξωφρενικές ιστορίες, τα πιο εξεζητημένα fake news. Τα social media, μαζί με τα συμβατικά ΜΜΕ, έχουν δημιουργήσει περίφραξη γύρω από τις ιδεολογίες: στις ΗΠΑ το δημόσιο ψέμα δεν τιμωρείται, μπορείς να λες ό,τι σου κατεβαίνει και να το διαδίδεις ανεξέλεγκτα, πάντοτε θα υπάρχουν μάζες που θα το πιστέψουν και θα κάνουν πρόθυμα retweet. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι αυτή η ιδέα είναι υπερβολική κι ότι, αν και η παραπληροφόρηση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μέχρι στιγμής πολύ λίγοι Αμερικανοί υφίστανται συνεχή έκθεση σε ψεύτικες ειδήσεις ή σε πολιτικές ακρότητες. Ο Brendan Nyhan, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο του Dartmouth, διαπίστωσε ότι σχεδόν όλο το εξτρεμιστικό περιεχόμενο καταναλώνεται από συνδρομητές στα σχετικά κανάλια −ένδειξη πραγματικής ζήτησης και όχι χειραγώγησης ή παραποίησης προτιμήσεων: δηλαδή, υπάρχουν άνθρωποι που επιδιώκουν σκοπίμως και συνειδητά βδελυρό περιεχόμενο∙ ρατσιστικό, σεξιστικό, μισανθρωπικό κ.τλ. Άραγε οι άνθρωποι που καταναλώνουν αυτό το περιεχόμενο είναι μικρές μειονότητες που έχουν ήδη ακραίες απόψεις; Δεν ξέρουμε με ακρίβεια. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι χρήστες των social media επαναλαμβάνουν αβασάνιστα όσα μαθαίνουν στις διάφορες πλατφόρμες: μερικά από αυτά τα ψέματα είναι ανώδυνα −όντως η Τζούλι Άντριους έχει παίξει σε πορνογραφική ταινία; Προτού γίνει πολυεκταομμυριούχος η συγγραφέας του Χάρι Πότερ Τζ. Κ. Ρόουλινγκ είχε υπάρξει άστεγη; − ενώ άλλα υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία: «Οι Μεξικανοί είναι εγκληματίες και βιαστές», «Ο Τζο Μπάιντεν έχει ανοίξει τις πόρτες σε κάθε λογής μετανάστη», «Ο Χριστός θα έρθει σε χίλια χρόνια και θα καταδικάσει όλους τους αμαρτωλούς στις φλόγες της κόλασης. Μετανοείτε!».
Στο άρθρο του στο «Atlantic», ο Haidt βασίζεται σε εργασίες δύο κοινωνιολόγων, του Philipp Lorenz-Spreen και της Lisa Oswald, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια ολοκληρωμένη μετα-ανάλυση καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η μεγάλη πλειονότητα των ψηφιακών μέσων είναι επιζήμια για τη δημοκρατία» ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες. Αντιθέτως, προς το παρόν και για λίγο καιρό ακόμη, ίσως ωφελούν τις λιγότερο ανεπτυγμένες αυξάνοντας τη γενική ενημέρωση των ανθρώπων και το αίσθημα του ανήκειν στον ευρύτερο κόσμο. Πώς είναι επιζήμια για τη δημοκρατία; Ενισχύοντας την πολιτική πόλωση, υποδαυλίζοντας τον λαϊκισμό, παραπληροφορώντας. Και τι συμβαίνει όταν οι χρήστες αποσυνδέονται από τα social media; Σύμφωνα με πείραμα των Hunt Allcott, Luca Braghieri, Sarah Eichmeyer και Matthew Gentzkow, η απενεργοποίηση μειώνει τη διαδικτυακή δραστηριότητα, αυξάνει ασχολίες όπως η τηλεθέαση και οι συναναστροφές με την οικογένεια και τους φίλους, ενώ μειώνει το καθημερινό στρες. Τέσσερις εβδομάδες απόστασης από τα social media αρκούν για να τροποποιηθεί η συμπεριφορά.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
0 Post a Comment:
Δημοσίευση σχολίου