Το τηλεσκόπιο θα εξειδικευθεί στην ανίχνευση και μελέτη της ατμόσφαιρας γύρω από εξωπλανήτες. Το ARIEL (Atmospheric Remote-sensing Infrared Exoplanet Large-survey), που είναι η τέταρτη μεσαίου μεγέθους αποστολή, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα Cosmic Vision (Κοσμικό Όραμα) της ESA, αναμένεται να είναι έτοιμο προς εκτόξευση κατά πάσα πιθανότητα στα μέσα του 2028.
ARIEL-Πηγή ESA
Στη σύσκεψη της Επιτροπής Επιστημονικού Προγράμματος της ESA, στο Παρίσι την Τρίτη, το ARIEL επικράτησε έναντι δύο άλλων ανταγωνιστικών προτάσεων: ενός τηλεσκοπίου ακτίνων-Χ (Xipe) και ενός δορυφόρου μελέτης του πλάσματος των σωματιδίων υψηλής ενέργειας γύρω από τη Γη (Thor).
Μέσα στην επόμενη διετία θα προσδιορισθούν οι ακριβείς τεχνικές προδιαγραφές του νέου ευρωπαϊκού τηλεσκοπίου, που θα έχει κόστος περίπου 450 εκατ. ευρώ και θα τοποθετηθεί στο λεγόμενο «σημείο Λαγκράνζ 2» μεταξύ Γης και Ήλιου, σε απόσταση 1,5 εκατ. χιλιομέτρων από τον πλανήτη μας.
Θα έχει βάρος περίπου 1,3 τόνων και η διάρκεια της αποστολής του προβλέπεται τετραετής.
Θα έχει βάρος περίπου 1,3 τόνων και η διάρκεια της αποστολής του προβλέπεται τετραετής.
«Το ARIEL μπορεί πραγματικά να μας δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα από τι είναι φτιαγμένοι οι εξωπλανήτες, πώς σχηματίζονται και πώς εξελίσσονται» δήλωσε η επικεφαλής της νέας αποστολής, η ιταλικής καταγωγής καθηγήτρια πλανητικής επιστήμης Τζιοβάνα Τινέτι του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL).
Το ARIEL θα μελετήσει πάνω από 1.000 ήδη γνωστούς εξωπλανήτες
Το, διαμέτρου ενός μέτρου, κάτοπτρο και ο φασματογράφος του τηλεσκοπίου θα καταγράφουν τις παραμικρές αλλαγές στο ορατό και υπέρυθρο φως, το οποίο θα διαπερνά τα ατμοσφαιρικά αέρια που περιβάλλουν τους εξωπλανήτες, αποκαλύπτοντας έτσι τη χημική σύνθεσή τους.
Τα όργανα του ARIEL θα μπορούν να μετρήσουν τις χημικές μεταβολές τόσο στα διάφορα στρώματα της ατμόσφαιρας, όσο και στην επιφάνεια ενός πλανήτη, κάτι που θα οδηγήσει και σε καλύτερες εκτιμήσεις για τη θερμοκρασία του.
Τα όργανα του ARIEL θα μπορούν να μετρήσουν τις χημικές μεταβολές τόσο στα διάφορα στρώματα της ατμόσφαιρας, όσο και στην επιφάνεια ενός πλανήτη, κάτι που θα οδηγήσει και σε καλύτερες εκτιμήσεις για τη θερμοκρασία του.
Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό θα δώσουν πολύτιμες ενδείξεις στους επιστήμονες κατά πόσο ένας εξωπλανήτης διαθέτει συνθήκες φιλόξενες για ζωή και μοιάζει με τη Γη. Το ARIEL αναμένεται να μελετήσει πάνω από 1.000 ήδη γνωστούς εξωπλανήτες.
Η ESA αναπτύσσει τρεις ακόμη μεσαίας κλίμακας αποστολές που θα προηγηθούν, καθώς βρίσκονται ήδη σε πιο ώριμο στάδιο: Solar Orbiter (παρατηρητήριο του Ήλιου που θα εκτοξευθεί το Φεβρουάριο 2019), Euclid ('Ευκλείδης'-θα εκτοξευθεί το 2020 για να μελετήσει τη σκοτεινή ύλη) και PLATO (διαστημικό τηλεσκόπιο που θα εκτοξευθεί το 2026).
Η ESA αναπτύσσει τρεις ακόμη μεσαίας κλίμακας αποστολές που θα προηγηθούν, καθώς βρίσκονται ήδη σε πιο ώριμο στάδιο: Solar Orbiter (παρατηρητήριο του Ήλιου που θα εκτοξευθεί το Φεβρουάριο 2019), Euclid ('Ευκλείδης'-θα εκτοξευθεί το 2020 για να μελετήσει τη σκοτεινή ύλη) και PLATO (διαστημικό τηλεσκόπιο που θα εκτοξευθεί το 2026).
Εκτός από το PLATO που είχε εγκριθεί το 2014, φέτος ή το 2019 αναμένεται να εκτοξευθεί επίσης ένα μικρό τηλεσκόπιο της ESA, το CHEOPS (Characterizing ExoPlanet Satellite), που θα μελετά το μέγεθος και την πυκνότητα των εξωπλανητών, οπότε το ARIEL θα είναι ο τρίτος κατά σειρά ευρωπαϊκός «κυνηγός» εξωπλανητών.
Η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία ετοιμάζεται να εκτοξεύσει το δικό της τηλεσκόπιο αναζήτησης εξωπλανητών με την ονομασία TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite), ενώ έπεται το πολυαναμενόμενο James Webb, ο πραγματικός διάδοχος του τηλεσκοπίου Hubble. Μετά από αρκετές καθυστερήσεις, φαίνεται ότι οριστικά θα εκτοξευθεί το 2019 και το οποίο, μεταξύ άλλων, επίσης θα μελετήσει τις ατμόσφαιρες των εξωπλανητών.
Όλα αυτά δείχνουν πόσο σημαντικό θεωρείται αυτό το πεδίο έρευνας για τους επιστήμονες.
Από τις πρώτες ανακαλύψεις στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη περίπου 3.700 πλανητών γύρω από 2.800 άστρα.
Στο μυαλό όλων ως προτεραιότητα βρίσκεται η ανακάλυψη μιας πραγματικά «δίδυμης» Γης.
Από τις πρώτες ανακαλύψεις στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη περίπου 3.700 πλανητών γύρω από 2.800 άστρα.
Στο μυαλό όλων ως προτεραιότητα βρίσκεται η ανακάλυψη μιας πραγματικά «δίδυμης» Γης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
0 Post a Comment:
Δημοσίευση σχολίου