Η έκθεση αυτής της εβδομάδας από μια αρμόδια διακομματική επιτροπή στις ΗΠΑ για την τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα πρώιμο σημάδι του τι θα μπορούσε να σημάνει μια σημαντική αλλαγή στην οικονομική στρατηγική της Αμερικής. Χωρίς να προηγηθεί μεγάλη δημόσια συζήτηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινούνται προς αυτό που ισοδυναμεί με μια αμερικανική εκδοχή βιομηχανικής πολιτικής, ώστε να ανταγωνιστούν την Κίνα στην τεχνολογία, όπως αναφέρει σε άρθρο του στην Washington Post, ο αρθρογράφος Ντέιβιντ Ιγκνάσιους.
Το όραμα το είχε αποτυπώσει σε λέξεις ήδη από τα τέλη Δεκεμβρίου 2019 ο γερουσιαστής των Ρεπουμπλικανών, Μάρκο Ρούμπιο, όταν τόνισε πως είχε φθάσει η ώρα να υιοθετηθεί μία φιλοαμερικανική βιομηχανική πολιτική τον 21ο αιώνα και να εγκαταλειφθεί η προσέγγιση της ελεύθερης αγοράς έναντι της Κίνας – και αυτή η σκέψη επανέρχεται στην κυβέρνηση του νέου Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν. Οι αλλαγές, οι οποίες πρόκειται να έλθουν με την ευρεία χρήση και εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, είναι τέτοιας κλίμακας, που εντυπωσιάζουν ακόμα και τους ειδικούς. Κι αυτός είναι ένας βασικός λόγος, ο οποίος έκανε τα μέλη της επιτροπής, καθώς και άλλους γνώστες του θέματος, να προβληματίζονται για την άμεση ανάγκη να επιταθούν οι προσπάθειες των ΗΠΑ. Θεωρούν πως το μέλλον της χώρας τίθεται σε κίνδυνο σε επίπεδο στρατιωτικό, οικονομικό και ακόμα και πολιτικό.
Αυτό που παρακινεί την Ουάσιγκτον να στραφεί σε κρατικές επενδύσεις για την τεχνολογία είναι η ανησυχία ότι η σύγκλιση του πολιτικού και του στρατιωτικού σκέλους δραστηριοτήτων της Κίνας στο πεδίο αυτό θα υπερβεί τις ΗΠΑ, εάν αυτές δεν αντιδράσουν, όπως σημειώνει ο κ. Ιγκνάσιους. Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google, Ερικ Σμιτ, ο οποίος έχει τεθεί επικεφαλής της διακομματικής επιτροπής, καταθέτοντας τον Φεβρουάριο στο Κογκρέσο, είπε ότι «η απειλή της ηγεσίας της Κίνας σε καίριους κλάδους της τεχνολογίας συνιστά εθνική κρίση». Εξ ου και προέτρεψε την κυβέρνηση, «αντί να αφήσει τη λύση στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και μόνον, να χαράξει μία υβριδική προσέγγιση, ώστε να συνεργαστούν και ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας».
Οι συστάσεις της επιτροπής έχουν μεγάλη σημασία, διότι τη συναπαρτίζουν φωτισμένα μυαλά από τον χώρο, όπως η διευθύνουσα της Οracle, Σάφρα Kατζ, ο επιστημονικός υπεύθυνος της Microsoft, Ερικ Χόρβιτς, ο οραματιστής διευθυντής των υπηρεσιών Διαδικτύου της Αmazon, Αντι Τζάσι και σε λίγο επικεφαλής της εταιρείας συνολικά, καθώς και ο Αντριου Μουρ, διευθυντής της μονάδας Τεχνητής Νοημοσύνης Λογισμικού Νέφους της Google. Η έκθεση συνέστησε, έως το 2026 να φθάσουν οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη επί της τεχνητής νοημοσύνης τα 32 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά. Τέτοια κινητοποίηση δημοσίων κονδυλίων είχε καταγραφεί και στο παρελθόν, όπως, είναι η περίπτωση του «Μανχάταν Πρότζεκτ» για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, για να αναφέρουμε το πιο οφθαλμοφανές παράδειγμα. Επίσης, ανάλογο παράδειγμα έχουμε και στην περίπτωση των κονδυλίων στο πρόγραμμα για την εξερεύνηση του Διαστήματος, την ανάπτυξη του Διαδικτύου και των υποδομών για το εθνικό και το διεθνές εμπόριο.
Στην παρούσα φάση η κλίμακα της προτεινόμενης αποδέσμευσης κεφαλαίων από τα δημόσια ταμεία δεν παραπέμπει στο «Μανχάταν Πρότζεκτ», αλλά έχει κάποιες ομοιότητες. Η διακομματική επιτροπή προτείνει ένα νέο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας Υψηλής Τεχνολογίας, μία επιτροπή παρακολούθησης των αναδυόμενων τεχνολογιών για να προωθεί τις νέες ανακαλύψεις στο Πεντάγωνο και τις υπηρεσίες πληροφοριών, καθώς και την εφαρμογή μειζόνων μεταρρυθμίσεων στην εκπαιδευτική και μεταναστευτική πολιτική, ώστε να καλυφθεί το ανησυχητικό έλλειμμα σε ταλαντούχους ανθρώπους εν συγκρίσει με την Κίνα. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
0 Post a Comment:
Δημοσίευση σχολίου