«Μπορεί να αλλάζουν τον κόσμο, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τον κυβερνούν». Η δήλωση του Αυστραλού πρωθυπουργού Σκοτ Μόρισον στο μπρα ντε φερ της κυβέρνησής του με την εταιρεία Facebook, για ορισμένους αναδείκνυε το πραγματικό διακύβευμα της σύγκρουσης. Εν ριπή οφθαλμού, από το απόγευμα της Τετάρτης 17ης Φεβρουαρίου, οι περίπου 17 εκατομμύρια χρήστες του Facebook στην Αυστραλία δεν είχαν πρόσβαση μέσω της πλατφόρμας στα μέσα ενημέρωσης της χώρας τους.
Ως άλλος βασιλιάς Φάιζαλ, ο Μαρκ Ζάκεμπεργκ, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Facebook Inc, επέβαλε εμπάργκο και κρίση ενημέρωσης. «Εκφοβισμός», όπως κατηγορήθηκε από τον Μόρισον για ένα νομοσχέδιο της αυστραλιανής κυβέρνησης που θα υποχρέωνε την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης και το Google να πληρώνουν τα ΜΜΕ μερίδιο των εσόδων που αποκομίζει από διαφημίσεις για το περιεχόμενο που αναδημοσιεύει από τα μέσα ενημέρωσης.
«Και γιατί να μας νοιάζει εμάς;». Αν θεωρήσει κανείς την μετωπική αυτή σύγκρουση ως μια μάχη οικονομικών συμφερόντων, πράγματι μπορεί να αδιαφορήσει. Αν τα παραδοσιακά μίντια βλέπουν την παντοδυναμία τους να χάνεται από τα νέα μέσα, τότε απλά προσπαθούν μάταια να σταματήσουν ένα μέλλον που είναι ήδη παρόν. Αν ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Ρούπερτ Μέρντοχ τσακώνεται με τον Μαρκ Ζάκεμπεργκ λέγοντας ο ένας στον άλλον: «Bitch, I am not on the news, I OWN the news», τότε αυτή η μάχη για χρήμα και εξουσία δεν μας
αφορά.
Κι όμως. Ολοένα περισσότερες κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο, από την Αυστραλία, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ινδία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προτάσσουν την επείγουσα ανάγκη ενός «κοινωνικού ελέγχου» των τεχνολογικών κολοσσών της Σίλικον Βάλεϊ. Στις προτάσεις για ένα θεσμοθετημένο έλεγχο στις big tech, ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της ΕΕ, Τιερί Μπρετόν έθεσε το θέμα στη βάση της «προστασίας των ευρωπαϊκών αξιών». «Θέλουμε νόμους, όχι κανονιστικά πλαίσια», έλεγαν πριν δύο εβδομάδες Ευρωβουλευτές σε συζήτηση για την επιβολή ρυθμιστικού πλαισίου στις πλατφόρμες.
«Οι εταιρείες πάνω από τα κράτη». Αυτό ήταν από τις απαρχές γιγάντωσης της πλατφόρμας το μότο του διευθύνοντα συμβούλου του Facebook, σύμφωνα με έναν πρώην κειμενογράφο ομιλιών του.
«’Έλεγχο’ και ‘νόμους’ είπατε;» Εν μέσω μιας ολοένας πιο επικρατούσας άποψης ότι ο έλεγχος της κρατικής εξουσίας δεν αρκεί πλέον να αφεθεί στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, και ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εδώ για να εγγυηθούν τη θωράκιση της δημοκρατίας, πόσο πράγματι εμπιστεύονται οι κοινωνίες τις κυβερνήσεις τους όταν δηλώνουν ότι θέλουν να επιβάλλουν κανόνες στις πλατφόρμες προς όφελος της κοινωνίας;
Εν αναμονή της απάντησης, ως hedge funds που επένδυσαν επί χρόνια στην «πτώχευση» της εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους της κοινωνίας παγκοσμίως στις πολιτικές εξουσίες και στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης που την τελευταία δεκαετία μπήκαν στο ίδιο κάδρο, οι τεχνολογικοί γίγαντες κερδίζουν δισεκατομμύρια.
«Οι εταιρείες πάνω από τα κράτη»
Τον Ιούλιο του 2019, μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου της Cambridge Analytica για τη διαρροή και πώληση σε εταιρείες προσωπικών δεδομένων 87 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook, ο Ζάκεμπεργκ κλήθηκε στο Κογκρέσο να δώσει εξηγήσεις. Έπειτα από τρεις μέρες ακροάσεων και αφού δεν έδωσε καμία, στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζον Κένεντι είπε στον Ζάκεμπεργκ: «Ακούστε τώρα τι θα γίνει: Θα εισηγηθούμε δεκάδες νομοσχέδια. Εναπόκειται σε εσάς αν θα ψηφιστούν ή όχι. Είτε θα γυρίσετε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας σας ξοδεύοντας καμία δεκαριά εκατομμύρια δολάρια σε λόμπι για να μας πολεμήσετε ή θα μας βοηθήσετε να λύσουμε το πρόβλημα» με μια αποστομωτική ειλικρίνεια που αποτύπωνε την αδυναμία ή την απροθυμία του Κογκρέσου να επιβάλει κανόνες στους γίγαντες του διαδικτύου.
Μετά τη λήξη των ακροάσεων, το ίδιο βράδυ, η τιμή της μετοχής του Facebook στο χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ θα εκτοξευόταν, αποφέροντας καθαρά κέρδη 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον Ζάκεμπεργκ, καθώς οι αγορές βεβαιώθηκαν ότι κανένας κρατικός θεσμός δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την εταιρεία.
Για χρόνια κοινωνίες και κυβερνήσεις αφέθηκαν σε ένα ντετερμινιστικό αφήγημα ότι η τεχνολογία οδηγεί την ιστορία και ο μόνος ρόλος της κοινωνίας είναι να σφουγγαρίζει όσα αφήνει πίσω της η «δημιουργική καταστροφή». Έτσι, η όποια αμφισβήτηση της εισβολής των τεχνολογικών κολοσσών ενείχε τον κίνδυνο να κριθεί ως οπισθοδρομική και «αντιπαραγωγική».
«Οι εταιρείες πάνω από τα κράτη». Αυτό ήταν από τις απαρχές γιγάντωσης της πλατφόρμας το μότο του διευθύνοντα συμβούλου του Facebook, σύμφωνα με έναν πρώην κειμενογράφο ομιλιών του. Ένα σλόγκαν που εμπλουτίστηκε τα τελευταία χρόνια με το επιχείρημα ότι η επιβολή ενός ρυθμιστικού πλαισίου στις εταιρείες παραπέμπει σε ενέργειες «καταπιεστικών κοινωνιών».
Στην μάχη του μάλιστα με την αυστραλιανή κυβέρνηση, ο Ζάκεμπεργκ βρήκε σύμμαχο τον εφευρέτη του Παγκόσμιου Ιστού, Τιμ Μπέρνερς Λι, ο οποίος δήλωσε πως «το νομοσχέδιο της αυστραλιανής κυβέρνησης κινδυνεύει να παραβιάσει θεμελιώδεις αρχές του διαδικτύου», υπερασπιζόμενος εν πολλοίς τον «ιδρυτικό νόμο» του διαδικτύου, το άρθρο 230 της κυβέρνησης του Μπιλ Κλίντον που καθιέρωνε την απαλλαγή των ιδιοκτητών από κάθε νομική ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν τρίτοι στις πλατφόρμες τους και την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων.
Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση δείχνει να αλλάζει και οι τεχνολογικές εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ φαίνεται όλο και πιο πιθανό να βρεθούν αντιμέτωπες με νέους διεθνείς φορολογικούς νόμους, καθώς η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ τροφοδοτεί την αισιοδοξία μεταξύ των Ευρωπαίων αξιωματούχων ότι σύντομα θα επιτευχθεί συμφωνία για ένα ενιαίο μέτωπο κρατών ενάντια στις big tech.
Από τον γαλλικό φόρο των λεγόμενων GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft), εστία αντιπαράθεσης του Παρισιού με την Ουάσιγκτον, έως τη μαζική αγωγή που κατέθεσαν δέκα Πολιτείες των ΗΠΑ σε βάρος της Google κατηγορώντας τον τεχνολογικό γίγαντα για παράνομο μονοπώλιο, η πίεση είναι διαφορετικών ταχυτήτων αλλά κλιμακούμενη.
Σε μια συζήτηση στο Φόρουμ του Νταβός τον περασμένο Ιανουάριο ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Άνχελ Γκουρία επιχείρησε μια διευκρίνιση. «Δεν στοχοποιούμε εταιρείες, αλλά για μια προσαρμογή στην ψηφιοποίηση της οικονομίας».
Με βάση τους υπολογισμούς της οργάνωσης Fair Tax Mark οι Silicon Six, οι έξι μεγαλύτερες εταιρείες της Σίλικον Βάλεϊ (Facebook, Apple, Amazon, Netflix, Google και Microsoft) απέφυγαν να πληρώσουν φόρους πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2010 και 2019. Τον Οκτώβριο του 2020 η Action Aid ανέφερε πως οι Facebook, Google και Microsoft εκμεταλλεύονται «παραθυράκια» σε φορολογικούς νόμους αποφεύγοντας να πληρώσουν 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο σε ανεπτυγμένες χώρες.
Στο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας δε, για κάθε 100 δολάρια εσόδων από διαφημίσεις η Google κερδίζει 53 δολάρια, το Facebook παίρνει 28 δολάρια και τα υπόλοιπα 19 δολάρια μοιράζονται ανάμεσα στις εταιρείες μέσων ενημέρωσης.
Κάντε λόμπι, όχι πόλεμο
Βλέποντας Κοινοβούλια να συστρατεύονται εναντίον τους, οι Βig Τech ακολουθούν διαφορετικές στρατηγικές.
H Google, υιοθετώντας μια στάση κατευνασμού, προσπαθεί να σπάσει ένα κοινό μέτωπο, συνάπτοντας μονομερείς συμφωνίες. Απέναντι στον αυστραλιανό νόμο δεν επέλεξε τη ρήξη όπως το Facebook και αντ' αυτού προχώρησε σε μια μορφή διακανονισμού και δέχθηκε να καταβάλει σημαντικά ποσά σε αντάλλαγμα για περιεχόμενα του ομίλου μέσων ενημέρωσης News Corp του Μέρντοχ. Στη Γαλλία, συμφώνησε να καταβάλει 76 εκατομμύρια δολάρια στην ένωση 121 γαλλικών ημερήσιων εφημερίδων και εντύπων και ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε περίοδο τριών ετών σε εκδοτικούς ομίλους, όπως το Der Spiegel και η Die Zeit, προκειμένου να χρησιμοποιεί τα περιεχόμενά τους για το νέο εργαλείο της, το Google News Showcase. Στην κόντρα με την αυστραλιανή κυβέρνηση, έπειτα από μια εβδομάδα και το Facebook δεσμεύτηκε να επενδύσει τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε ειδησεογραφικό περιεχόμενο τα τρία προσεχή έτη.
Πιστεύοντας ότι το αίτημα των κρατών να εκπληρώσουν «κοινωνικούς στόχους», όπως ποιοτικότερη ενημέρωση, καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, της ρητορικής μίσους κ.ο.κ., κρύβει στην πραγματικότητα την επιθυμία κυβερνήσεων για αναδιανομή των τεράστιων κερδών, οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεσμεύονται και επιχειρούν μια προσπάθεια αυτοελέγχου, που πολλές φορές δείχνει ότι κινείται αποκλειστικά από όρους μάρκετινγκ.
Αφού δέχθηκε πυρά από το Κογκρέσο για τη ρωσική ανάμιξη στις αμερικανικές εκλογές, το Facebook προσέλαβε δημοσιογράφους για τη διασταύρωση γεγονότων.
Η Μπρουκ Μπίνκοφσκι, πρώην αρχισυντάκτρια του ιστοτόπου Snopes, που εξειδικεύεται στο fact checking, δύο χρόνια μετά την έναρξη συνεργασίας με την εταιρεία δήλωνε στην Guardian: «Στην πραγματικότητα μας χρησιμοποιούν για δημόσιες σχέσεις. Δεν μας παίρνουν στα σοβαρά. Πιο πολύ ενδιαφέρονται να δείχνουν καλοί και να μεταθέτουν την ευθύνη. Απλά δεν τους νοιάζει».
Το Twitter και το Facebook απέκλεισαν τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και πολλούς ακροδεξιούς υποστηρικτές του, λίγες μέρες πριν από την αποχώρηση του μεγιστάνα από την προεδρία, μετά τη γενική κατακραυγή από τη φονική εισβολή στο Καπιτώλιο και αφού επί χρόνια «αγκάλιαζαν» τον Ρεπουμπλικάνο.
Στα τέλη του 2019, ο Ζάκεμπεργκ είχε κρυφές συναντήσεις με τον Τραμπ και εν μέσω των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών για την ανάδειξη προεδρικού υποψηφίου, είχε πει στους εργαζόμενους της εταιρείας ότι μια πιθανή εκλογή της Ελίζαμπεθ Γουόρεν –που είχε δεσμευτεί για φορολόγηση των τεχνολογικών κολοσσών- στην προεδρία, αποτελούσε απειλή για την ίδια την ύπαρξη της εταιρείας.
Στις αρχές του 2018, όταν ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στη Συρία εξαπολύοντας επίθεση κατά κουρδικών δυνάμεων, τα ανώτατα στελέχη του Facebook τέθηκαν ενώπιον ενός πολιτικού διλήμματος. Η τουρκική κυβέρνηση απαίτησε από τον τεχνολογικό γίγαντα να μπλοκάρει τις αναρτήσεις από τα μέλη της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG που μαχόταν κατά του τουρκικού στρατού. Η απάντηση της Σέριλ Σάντμπεργκ, νούμερο 2 του Facebook, στο αίτημα της Άγκυρας ήταν μια φράση: «Κανένα πρόβλημα», σύμφωνα με την ηλεκτρονική αλληλογραφία που έφερε στο δημοσιότητα ο ιστότοπος Propublica. Τρία χρόνια μετά, φωτογραφίες και αναρτήσεις της YPG με φερόμενες βάρβαρες επιθέσεις του τουρκικού στρατού κατά Κούρδων της Συρίας εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμες σε χρήστες του Facebook εντός Τουρκίας.
Πριν από ένα μήνα, εν μέσω των συνεχιζόμενων φοιτητικών διαδηλώσεων στην Τουρκία, το Twitter επισήμανε ως «μισαλλόδοξη» μια ανάρτηση του Τούρκου υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού στην οποία αποκαλούσε «διεστραμμένους» τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Στα μέσα Φεβρουαρίου το Facebook κατέβασε τη σελίδα του στρατού της Μιανμάρ μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, δύο χρόνια μετά την παραδοχή της εταιρείας ότι δεν έκανε αρκετά για να εμποδίσει την υποκίνηση βίας στη Μιανμάρ που οδήγησε στην εκδίωξη 750.000 μουσουλμάνων Ροχίνγκια. Όπως σχολίασαν ορισμένο: «Τους πήρε μια γενοκτονία και ένα πραξικόπημα» για να πάρουν μέτρα.
Παράλληλα, πριν από λίγες εβδομάδες το Twitter διέγραψε δεκάδες λογαριασμούς με τον ισχυρισμό ότι «υπονομεύουν την πίστη στη συμμαχία του ΝΑΤΟ».
Διπολική... αναταραχή
Η μάχη κατά της παραπληροφόρησης εν μέσω πανδημίας φάνηκε να ξαναδίνει πίσω στις εταιρείες κάποιο από το χαμένο τους πρεστίζ, καθώς αυτή τη φορά έπεισαν ότι έλαβαν γρήγορα μέτρα για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Για πολλούς, όμως, η προστασία του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι στο business plan των τεχνολογικών κολοσσών.
«Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι εταιρείες δεν θα αλλάξουν θεμελιωδώς, επειδή ολόκληρο το επιχειρηματικό τους μοντέλο βασίζεται στη δημιουργία περισσότερης εμπλοκής και τίποτα δεν δημιουργεί περισσότερη εμπλοκή από το ψέμα, τον φόβο και την οργή» είπε ο ηθοποιός Σάσα Μπάρον Κοέν, προσθέτοντας: «Είναι σαν να ζούμε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Ζάκεμπεργκ είναι ο Ιούλιος Καίσαρας. Τουλάχιστον έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το κούρεμά του».
Δέκα χρόνια μετά τις διαφημίσεις με χαμογελαστά πρόσωπα από όλο τον κόσμο, που καλωσόριζαν την νέα εποχή της επικοινωνίας, από συνέδρια για την «επανάσταση» της δημοσιογραφίας των πολιτών, την ελευθερία να μοιράζεσαι, να επικοινωνείς, η μάχη σήμερα μεταξύ των τεχνολογικών γιγάντων και των κυβερνήσεων μοιάζει να μην είναι για ποιότητα της δημοκρατίας αλλά για κενό δημοκρατίας.
Και ίσως συμπυκνώνεται στον εξής «διάλογο». «Έχουμε γεμίσει 66 εκατομμύρια κατήγορους» έλεγε τον Δεκέμβριο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, σε μια έμμεση αναφορά ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της χώρας εκτοξεύει καθημερινά επικρίσεις και πυρά μέσα από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Και ένας χρήστης στο Twitter του απάντησε: «Ναι. Γιατί η κυβέρνησή σας έχει γεμίσει με κατηγορούμενους σε δίκες»
0 Post a Comment:
Δημοσίευση σχολίου